μετεωρογραφικός

μετεωρογραφικός
-ή, -ό
σχετικός με τη μετεωρογραφία («μετεωρογραφικοί χάρτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετεωρογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τιμ. Αργυρόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”